σανσκριτικός, -ή

σανσκριτικός, -ή
αυτός που αναφέρεται στα σανσκριτικά: Σανσκριτική γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σανσκριτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλασική γλώσσα τών αρχαίων Ινδών 2. το θηλ. ως ουσ. η Σανσκριτική γλωσσ. η κλασική ινδική γλώσσα, φιλολογικά επεξεργασμένη, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική, λόγω τού ότι σ αυτήν είναι γραμμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τής σανσκριτικής γλώσσας καθώς και με τα κείμενα που είναι γραμμένα στην γλώσσα αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανσκριτικός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”